μοτόρι

μοτόρι
το
άκλ.
1. βενζινομηχανή
2. συνεκδ. το σκάφος που κινείται με βενζινομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motore < λατ. motor, -ōris «αυτός που κινεί» < movēre «κινώ», (πρβλ. βαπόρι < ιταλ. vapore)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοτόρι — το ιού (λ. γαλλ.), μικρό πλοίο που διαθέτει βενζινομηχανή, το βενζινοκάικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”